κάρᾱ

κάρᾱ
κάρᾱ
Grammatical information: n.
Meaning: `head' (trag., Cratin., Eup.),
Other forms: κάρη (ep.)
Dialectal forms: Myc. ka-ra-a-pi instr. pl. \/karāatphi\/
Derivatives: As 1. member in καρᾱ-τομέω `behead' (E., J.) with καράτομος `beheaded' (S., E.), seeming basis καρατόμος `beheading' (Lyc.), cf. on δειροτομέω s. δέρη; καρηβαρέω (-άω) `feel heavy in the head, be sleepy, have headache' with καρηβαρία, -ίη etc. (Hp., Arist.); from there Lat. caribaria \> Fr. charivari, W.-Hofmann 1, 854; on καραδοκέω s. v. Cf. κράσπεδον, κρησφύγετον, κρήδεμνον. - Other forms: A. recent analogical formations to κάρᾱ, κάρη: dat. τῳ̃ κάρᾳ (A., S.), κάρῃ (Thgn.); κάρης, -ην (Call., Nic.), κάρᾱν (Anacreont.). B. Older disyll. forms: ep. καρή-ατος, -ατι, pl. -ατα; also κάρη-τος, -τι; to καρήατα new nom. sg. κάρηαρ (Antim.). C. monosyll. forms: κρά̄-ατος, -ατι, pl. -ατα; usual. (also trag.) κρᾱτός, -τί, pl. κρᾶ-τα (Pi. Fr. 8); further isolated forms: κράτεσφι (Κ 156; prob. sg.), κρά̄των (χ 309), κρᾱσίν (Κ 152), κρᾶτας (E.); κρᾶτα as acc. sg. (θ 92, trag.), as nom. sg. (S. Ph. 1457); new nom. sg. κράς (Simm. 4). D. κάρᾰ (antevoc.) as nom. pl. (h. Cer. 12), κάρᾱ pl.? (Sannyr. 3). On κάρηνα s. v.; and s. below.
Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱrh₂-(e)s-n- `head'
Etymology: From the oblique forms of the Skt. word for `head', e. g. gen. sg. śīrṣṇ-ás with the adverbial ablativ śīrṣa-tás (a \< ), which represent a with n enlarged monosyll. zero grade (śīrṣ-n- \< *ḱr̥h₂-s-n-) from the disyll. nom.-acc. śíras- (Av. sarah-, \< *ḱr̥h₂-os), it appears that κρά̄ατος represents an original *κρά̄σα-τος \< (ḱr̥h₂s-n̥tos); through contraction this gave κρᾱτός (acc. to Zenodot. κρητός). The antevocalic form κρᾱσν- lives on in κρᾱν-ίον (s. v.). The explanation of the Greek disyll. forms has to start from plur. κάρηνα \< *καρασν-α (\< *ḱrh₂-es-n-), to which the singular forms καρήατος, -ατι were made from *καρασα-τος, -τι (with metr. lengthening and η for ᾱ after κάρηνα), if not innovated to κάρη. This form may go back to an analogical *κάρασ-α (like ὄνομα); to κάρη were made κάρη-τος, -τι. - Beside these old σ-stem there are isolated σ-less forms: ἐπὶ κάρ `on its head', ἔγ-καρ-ος, ἴγκρος ἐγκέφαλος and κατὰ (ἀπὸ) κρῆ-θεν `from the head down' (Hom., Hes.), κρή-δεμνον `head-band'. The explanation is discussed: κατὰ κρῆθεν (from where ἀπὸ κρῆθεν) may stand for κατ' ἄκρηθεν (s. esp. Leumann Hom. Wörter 56ff., but this seems unncessary); ἔγκαρος has been taken as learned innovation to κάρη after κεφαλή : ἐγκέφαλος; on κρήδεμνον s. s. v. An σ-less κάρ is supported by Arm. sar `hight, top' (idg. *ḱr̥h₂r-o-). Very extensive treatment by A.J. Nussbaum, Head and Horn 1986 (rev. Beekes, Kratylos 34 (989)55-59). - S. Schwyzer 583 (diff. on κάρη; Pok. 574f., Chantraine Gramm. hom. 1, 230f., 242, Leumann Hom. Wörter 159, Egli Heteroklisie 31f., 87ff. - Cf. further 1. καρόω, καρώ, καρωτόν; κέρας, κράνος, κριός.
Page in Frisk: 1,784-785

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάρᾳ — κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — κάρ neut nom/voc/acc pl κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc pl (epic) κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc sg (epic) κάρᾱ , κάρα head fem acc dual κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc/acc dual (ionic) κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) …   Dictionary of Greek

  • κάρα — η κεφαλή, κρανίο άγιου λειψάνου: Αυτή είναι η κάρα του αγίου Γεράσιμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… …   Dictionary of Greek

  • Κᾶρα — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… …   Dictionary of Greek

  • Καρά Μουσταφάς — (1620; – 1683). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολέμησε με επιτυχία στις εκστρατείες των Τούρκων στην Κρήτη, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Το 1683 ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας και πολιόρκησε τη Βιέννη. Όμως,… …   Dictionary of Greek

  • Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… …   Dictionary of Greek

  • Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”